Προοπτικές για τα Ευρωπαϊκά ΜΕΔ: Ηνωμένο Βασίλειο και Γερμανία
Οι τιμές των μετοχών των Ευρωπαϊκών τραπεζών ταλαντεύτηκαν στα μέσα Μαρτίου, καθώς αναζωπυρώθηκαν οι φόβοι αστάθειας στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Η τιμή της μετοχής της Credit Suisse έπεσε κατά σχεδόν 30% την Τετάρτη (15 Μαρτίου), αφού ο μεγαλύτερος επενδυτής της, η Saudi National Bank, απέκλεισε την αύξηση της συμμετοχής της λόγω κανονιστικών περιορισμών. Αυτό οδήγησε σε απότομες πωλήσεις στις παγκόσμιες τράπεζες, πυροδοτώντας εκ νέου τους φόβους των επενδυτών για ευρύτερους κινδύνους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, που προκλήθηκαν από την κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB), η οποία υπέστη μαζικές αναλήψεις και κατέρρευσε μέσα σε 48 ώρες στις αρχές Μαρτίου.
Τελικά, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ υποστήριξε τους καταθέτες της SVB και η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB), η Ελβετική κεντρική τράπεζα, παρείχε στην Credit Suisse διευκόλυνση ρευστότητας ύψους έως 50 δισεκατομμυρίων φράγκων (50,75 δισεκατομμυρίων ευρώ). Πρόκειται για μια ταχέως εξελισσόμενη κατάσταση με την οποία θα ασχοληθούμε εκτενέστερα τον επόμενο μήνα. Σε αυτή τη νέα σειρά άρθρων, παρέχουμε μια προοπτική για την Eυρωπαϊκή αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), εστιάζοντας σε επιλεγμένες αγορές. Σε αυτό το πρώτο άρθρο, εξετάζουμε την Ευρωζώνη, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Ευρωζώνη
Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) των Ευρωπαϊκών τραπεζών διακρατήθηκε ελαφρά μειωμένο στα 348 δισ. ευρώ το 3ο τρίμηνο του 2022 (2ο τρίμηνο: 350,9 δισ. ευρώ), αντανακλώντας δείκτη ΜΕΔ (εξαιρουμένων των ταμειακών υπολοίπων) 2,29% (2ο τρίμηνο: 2,35%), σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία (στα Αγγλικά) που δημοσίευσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Σχεδόν το μισό του συνόλου των υφιστάμενων ανοιγμάτων σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια τραπεζών της ΕΕ (43%), κατέχουν τράπεζες που έχουν ταξινομηθεί από την ΕΚΤ ως τράπεζες μεσαίου έως υψηλού κινδύνου ή χωρίς αξιολόγηση. Συγκριτικά, οι μεγάλες τράπεζες της ζώνης του ευρώ διέθεταν σχεδόν 1 τρισ. ευρώ σε επισφαλή δάνεια επτά χρόνια νωρίτερα.
Η αύξηση των δανείων 2ου Σταδίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο και συχνά αποτελούν πρόδρομο των ΜΕΔ, ανέβηκε στο 9,79% το 3ο τρίμηνο (2ο τρίμηνο: 9,72%- 3ο τρίμηνο 2021: 8,85%), πολύ πάνω από τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 4ο τρίμηνο του 2020. Η αύξηση των δανείων 2ου σταδίου μπορεί να σηματοδοτεί ένα πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού στους ισολογισμούς των Ευρωπαϊκών τραπεζών εν μέσω υψηλών τιμών ενέργειας, πληθωρισμού, μισθών και κόστους δανεισμού. Το Ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει εξαιρετικά ευάλωτο σε μια επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος. Η αντιστροφή των χαλαρών επιτοκίων ήταν ταχύτερη από ό,τι περίμεναν οι προβλέψεις ή οι κεντρικές τράπεζες, γεγονός που δημιούργησε απροσδόκητες προκλήσεις και ευκαιρίες για τις τράπεζες και τους δανειστές.
Βραχυπρόθεσμα, πολλές τράπεζες δεν αντιστάθμισαν επαρκώς τον κίνδυνο επιτοκίου, γεγονός που οδήγησε σε ζημίες. Καθώς οι τιμές των ομολόγων βρέθηκαν υπό πίεση, το κόστος χρηματοδότησης αυξήθηκε ταχύτερα από τις αποδόσεις στην πλευρά του ενεργητικού των ισολογισμών των τραπεζών. Μεσοπρόθεσμα, η αύξηση των επιτοκίων βελτιώνει τα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, αλλά επιδεινώνει επίσης τους όρους χρηματοδότησης των τραπεζών.
Μια οικονομική επιβράδυνση ή ύφεση, σε συνδυασμό με υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτόκια, αυξάνει τους κινδύνους αθέτησης πληρωμών σε ολόκληρη την οικονομία. Οι πιέσεις στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων προέρχονται από τις απότομες αυξήσεις στις τιμές των εισροών, συμπιέζοντας τις προοπτικές για επενδύσεις, ενώ το υψηλότερο κόστος δανεισμού θα επιβαρύνει τη δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους. Ο αυξημένος πιστωτικός κίνδυνος είναι συχνά ο προάγγελος της εμφάνισης μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Η συσχέτιση μεταξύ των αγορών οικιστικών και εμπορικών ακινήτων και η αύξηση των επιτοκίων που ασκούν πτωτικές πιέσεις στις αξίες των ακινήτων θα μπορούσαν να μειώσουν την αξία των εξασφαλίσεων των δανείων, γεγονός που, σε ορισμένες περιπτώσεις, θα οδηγούσε σε αναγκαστικές πωλήσεις και πιθανές ζημίες μεταξύ των δανειστών.
Η SVB, ένας μικρός δανειστής εστιασμένος στην τεχνολογία, αποκάλυψε την Τετάρτη (8 Μαρτίου) ότι έχασε 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια μετά την πώληση χαρτοφυλακίου τίτλων αξίας 21 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η SVB ξεφορτώθηκε τους τίτλους ως απάντηση στη μείωση των καταθέσεων των πελατών. Οι απώλειες ώθησαν την τράπεζα να ανακοινώσει (στα Αγγλικά) την πώληση μετοχών ύψους 2,25 δισ. δολαρίων για να ενισχύσει τον ισολογισμό της εν μέσω “συνεχιζόμενων υψηλών επιτοκίων, πιεσμένων δημόσιων και ιδιωτικών αγορών και αυξημένων επιπέδων ταμειακών εκροών από τους πελάτες μας καθώς επενδύουν στις επιχειρήσεις τους”.
Οι απώλειες του χαρτοφυλακίου τίτλων της SVB προκάλεσαν εκτεταμένο ξεπούλημα στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ, το οποίο επεκτάθηκε και στην Ευρώπη, καθώς οι αγορές συνειδητοποίησαν σε ποιο βαθμό τα προβλήματα της τεχνολογικής τράπεζας αντιπροσωπεύουν κίνδυνο μετάδοσης. Το γεγονός αυτό είναι το πιο σαφές σημάδι μέχρι στιγμής για το πώς η αύξηση των επιτοκίων έχει ασκήσει πίεση στους ισολογισμούς των τραπεζών – ειδικά σε λιγότερο ρευστοποιήσιμα χαρτοφυλάκια ομολόγων, τα οποία δεν μπορούν να πωληθούν γρήγορα χωρίς να υποστούν ζημίες. Οι τράπεζες υπέστησαν ταυτόχρονα απότομη πτώση της αξίας των ομολογιακών τίτλων καθώς τα επιτόκια αυξήθηκαν και μεταπανδημική μείωση των καταθέσεων, εξαντλώντας τα κεφαλαιακά αποθέματα των τραπεζών. Θα εξετάσουμε λεπτομερέστερα αυτή την ταχέως εξελισσόμενη κατάσταση τις επόμενες εβδομάδες.
Γερμανία
Το 2022, οι Γερμανικές τράπεζες συνέχισαν να αξιολογούν τους πιστωτικούς τους κινδύνους ως χαμηλούς, υποστηρίζοντας ιστορικά χαμηλές προβλέψεις, σύμφωνα με την Bundesbank (στα Αγγλικά), την κεντρική τράπεζα της Γερμανίας. Οι Γερμανικές τράπεζες κατείχαν ΜΕΔ ύψους 31,1 δισ. ευρώ (εξαιρουμένων των ταμειακών υπολοίπων) το τρίτο τρίμηνο του 2022, γεγονός που αντανακλά δείκτη ΜΕΔ ύψους 1,26%, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία (στα Αγγλικά) που δημοσίευσε η ΕΚΤ. Υπήρξε μια μικρή αύξηση των δανείων 2ου Σταδίου σε αυτή την περίοδο.
Τα ΜΕΔ στις Γερμανικές τράπεζες προβλέπεται να αυξηθούν κατά 24% σε 38,1 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2024, σύμφωνα με μια σημαντική έρευνα μεταξύ των διαχειριστών κινδύνου σε κορυφαία Γερμανικά πιστωτικά ιδρύματα.
Η αναμενόμενη αύξηση των ΜΕΔ στη Γερμανία αντανακλά έναν καθυστερημένο ρυθμό αθέτησης υποχρεώσεων το 2023. Μέχρι το τέλος του 2023, τα αποθέματα των ΜΕΔ προβλέπεται τώρα να αυξηθούν κατά 15% στα 35,3 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με πρόβλεψη για 37,6 δισ. ευρώ στην έρευνα του καλοκαιριού του 2022. Αυτές οι προβλέψεις είναι συνδεδεμένες με τα αναφερόμενα από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) αποθέματα ΜΕΔ ύψους 30,7 δισεκατομμυρίων ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2022.
Συνολικά, οι καθυστερημένες αθετήσεις υποχρεώσεων αποτυπώνονται στις υψηλότερες μελλοντικές προσδοκίες για τη δραστηριότητα των Γερμανικών ΜΕΔ στην οκταετή ιστορία του Βαρόμετρου ΜΕΔ – μεταξύ άλλων και σε σύγκριση με τις προσδοκίες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19 και πριν από την εισαγωγή μέτρων τόνωσης της οικονομίας.
Κατά τους επόμενους 12 μήνες, έξι στους δέκα (58%) συμμετέχοντες στην έρευνα αναμένουν ότι τα αποθέματα καταναλωτικών ΜΕΔ θα αυξηθούν. Ο υψηλός πληθωρισμός διαβρώνει τα πραγματικά εισοδήματα, γεγονός που επιβαρύνει τη βιωσιμότητα του χρέους των νοικοκυριών, επηρεάζοντας τα καταναλωτικά και τα στεγαστικά δάνεια. Οι συνέπειες επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική συμπεριφορά. Οι πρακτικές πληρωμών των Γερμανικών επιχειρήσεων και των καταναλωτών έχουν επιδεινωθεί σημαντικά. Η καθυστέρηση εξόφληση τιμολογίων από τις Γερμανικές εταιρείες αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων επτά ετών, που ανέρχεται σε τέσσερα εκατομμύρια τιμολόγια. “Αυτό κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τους δανειστές και τους πιστωτές”, δήλωσε ο Patrik-Ludwig Hantzsch, επικεφαλής οικονομικών ερευνών της Creditreform. Οι μεγάλες εταιρείες με περισσότερους από 250 υπαλλήλους ήταν υπεύθυνες για τη μερίδα του λέοντος των ανεξόφλητων οφειλών προς τους προμηθευτές και τους δανειστές, αντιπροσωπεύοντας το 58,8% των ληξιπρόθεσμων εισπρακτέων. Οι Γερμανοί καταναλωτές με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα αναβάλλουν επίσης τις αγορές και τις πληρωμές τιμολογίων, ενώ οι μικρές αγορές χρηματοδοτούνται όλο και περισσότερο με δάνεια. Μια έρευνα (στα Γερμανικά) της Schufa, του Γερμανικού οργανισμού πιστώσεων, διαπίστωσε ότι οι διακοπές πληρωμών έχουν αυξηθεί κατά 30% σε ετήσια βάση. “Παρακολουθούμε τον πληθωρισμό με ανησυχία”, λέει η Tanja Birkholz, πρόεδρος της Schufa.
Στον τομέα των ΜΜΕ, σχεδόν οι μισοί (49%) αναμένουν αύξηση των ΜΕΔ, ενώ μόλις λιγότεροι από τους μισούς (46%) αναμένουν το ίδιο στον τομέα των εμπορικών ακινήτων. Μόνο ένας στους πέντε συμμετέχοντες (21%) αναμένει αύξηση του αποθέματος των ΜΕΔ στον κλάδο των κατοικιών.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο από την Bundesvereinigung Kreditankauf und Servicing (BKS) και το Frankfurt School of Finance & Management, υποδηλώνει αμφιθυμία κάτω από τον τίτλο μιας πιο ενεργής Γερμανικής αγοράς ΜΕΔ. Από τη μία πλευρά, οι συμμετέχοντες προβλέπουν υψηλότερα αποθέματα ΜΕΔ στο μέλλον και μια πιο ενεργή αγορά ΜΕΔ, ενώ από την άλλη πλευρά, οι ερωτηθέντες παραμένουν επιφυλακτικοί όσον αφορά τις προβλέψεις για τον όγκο των ΜΕΔ και τους δείκτες ΜΕΔ τα επόμενα δύο χρόνια. Η διστακτικότητα των διαχειριστών κινδύνου όσον αφορά το τελευταίο μπορεί να αντανακλά τη σιωπηλή ελπίδα ότι τα μέτρα κρατικής βοήθειας μπορεί ακόμη να αμβλύνουν τη ροή των ΜΕΔ που θα έρθει, εκτιμά ο πρόεδρος της BKS Jürgen Sonder, αν και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι υπάρχει πολιτική βούληση για την υποστήριξη περισσότερων μέτρων οικονομικής τόνωσης.
Από την εν λόγω έρευνα, πάντως, οι προοπτικές για τη Γερμανική οικονομία έχουν βελτιωθεί ελαφρώς. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στα Αγγλικά), το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς κατά 0,2% το 2023. Αυτό αποτελεί ανοδική αναθεώρηση από το -0,6% που προβλεπόταν στην Φθινοπωρινή Πρόβλεψη, λόγω της χαλάρωσης των τιμών της ενέργειας και της πολιτικής στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Ωστόσο, η αδύναμη εξωτερική ζήτηση θα επιβαρύνει τις εξαγωγές. Το 2024, η ανάπτυξη αναμένεται να ανακάμψει στο 1,3%.
Οι αιτήσεις για διαδικασίες αφερεγγυότητας μειώθηκαν κατά 3,2% τον Ιανουάριο, αντιστρέφοντας την αύξηση κατά 3,1% το Δεκέμβριο, σύμφωνα με προσωρινά στοιχεία (στα Αγγλικά) της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας. Ο αριθμός των πτωχεύσεων και των επιχειρήσεων τον Ιανουάριο ήταν 775, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Leibniz για την Οικονομική Έρευνα ‘Halle’ (IWH). Ωστόσο, το ινστιτούτο προειδοποιεί για προβλήματα στο μέλλον, επικαλούμενο τις υψηλές τιμές της ενέργειας, τους μισθούς και το κόστος δανεισμού. “Αναμένουμε υψηλότερους αριθμούς αφερεγγυότητας για τους επόμενους μήνες”, λέει ο Steffen Müller, επικεφαλής του τμήματος διαρθρωτικών αλλαγών, παραγωγικότητας και έρευνας αφερεγγυότητας του IWH. “Ο αριθμός των πτωχεύσεων θα μπορούσε να φθάσει και πάλι τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο την άνοιξη του 2023”.
Η αφερεγγυότητα των αδύναμων επιχειρήσεων είναι επώδυνη, αλλά απελευθερώνει εργαζόμενους σε στενές αγορές εργασίας για να εργαστούν σε εταιρείες με προσανατολισμό προς το μέλλον. “Η έξοδος από την αγορά μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων είναι απαραίτητη για την ανταγωνιστικότητα της Γερμανικής οικονομίας στο σύνολό της”, λέει ο Steffen Müller.
Ηνωμένο Βασίλειο
Η ποιότητα του ενεργητικού των μεγάλων Βρετανικών τραπεζών διατηρήθηκε καλά το 2022, σύμφωνα με τη (στα Αγγλικά) Fitch Ratings, με τους δείκτες απομείωσης δανείων να παραμένουν κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αν και οι επιβαρύνσεις απομείωσης δανείων (LIC) άρχισαν να αυξάνονται το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Οι μεγαλύτερες τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου είναι καλά κεφαλαιοποιημένες και ο δείκτης δανείων 3ου σταδίου διαμορφώνεται στο 1,8%, από 2,0% στο τέλος του οικονομικού έτους 2020, σύμφωνα με τη (στα Αγγλικά) DBRS. Υπάρχει μια συγκέντρωση μικρότερων δανειστών που εκτίθενται σε δανεισμό υψηλότερου κινδύνου (π.χ. αγορά προς ενοικίαση, ενυπόθηκα δάνεια με υψηλό LTV και λόγο δανείου προς εισόδημα, καθώς και δανεισμός σε επιχειρήσεις με χαμηλότερη αξιολόγηση και υψηλή μόχλευση), οι οποίοι είναι περισσότερο εκτεθειμένοι σε ζημίες.
Η αυξημένη πίεση στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις έχει πολλαπλές γνωστές πηγές: τις υψηλές τιμές ενέργειας και τον πληθωρισμό, τις ραγδαίες αυξήσεις των επιτοκίων και τους επερχόμενους υψηλότερους φόρους στον προϋπολογισμό του Μαρτίου στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Fitch προβλέπει ότι η Τράπεζα της Αγγλίας (BoE) θα αυξήσει τα επιτόκια στο 4,75% φέτος πριν τα μειώσει στο 4,0% το 2024. Το Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται να εισέλθει σε ύφεση φέτος. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου προβλέπεται τώρα να επιβραδυνθεί σημαντικά στο 4,3% το 2022 και στο -1,0% το 2023, σύμφωνα με τη DBRS.
Ο τραπεζικός τομέας του Ηνωμένου Βασιλείου έχει την ανθεκτικότητα να απορροφήσει μια οικονομική ύφεση πολύ χειρότερη από αυτήν που αναμένεται σήμερα, γεγονός που αντανακλά τα μεγάλα χρηματοοικονομικά αποθέματα που έχουν δημιουργήσει μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Οι Βρετανικές τράπεζες εξακολουθούν να διακρατούν μεγάλο όγκο δανείων με κρατική εγγύηση της εποχής της πανδημίας και συνεχίζουν να αυστηροποιούν τα πρότυπα δανεισμού καθώς η οικονομία εξασθενεί, προσθέτοντας κίνδυνο αναχρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις κατά τα επόμενα δύο χρόνια. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος οι υπερβολικοί περιορισμοί δανεισμού να περιορίσουν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση για τα φερέγγυα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αποδυναμώνοντας την οικονομία και, τελικά, τις τράπεζες μακροπρόθεσμα.
Αφερεγγυότητες
Η επερχόμενη ύφεση στο Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται να προκαλέσει αύξηση των πτωχεύσεων επιχειρήσεων κατά τα επόμενα δύο χρόνια, η οποία θα επισκιάσει τα επίπεδα που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (GFC) και την ύφεση της δεκαετίας του 1990, σύμφωνα με την Capital Economics, έναν ανεξάρτητο οίκο του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι επιχειρηματικές αφερεγγυότητες στο Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπεται να αυξηθούν σε επίπεδο ρεκόρ περίπου 8.400 ανά τρίμηνο έως το δεύτερο τρίμηνο του 2023, ενώ ενδέχεται να πάρει έως τις αρχές του 2025 για να ομαλοποιηθεί ο ρυθμός των τριμηνιαίων αφερεγγυοτήτων σε περίπου 4.000 ανά τρίμηνο.
Τα τελευταία δύο χρόνια, ο αριθμός των πτωχεύσεων στην Αγγλία και την Ουαλία αυξήθηκε απότομα από 2.348 το 1ο τρίμηνο του 2021 σε 5.995 το 4ο τρίμηνο του 2022, καθώς τα κίνητρα της εποχής της πανδημίας και ο κυβερνητικός προστατευτισμός προστάτευσαν τις ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένες επιχειρήσεις από την πτώχευση. Όμως, η εξάντληση της προστασίας και η αποδυνάμωση των οικονομικών προοπτικών (δηλ. το αυξημένο κόστος πρώτων υλών, οι μισθοί και η άνοδος των επιτοκίων) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα “catch up” για τις επιχειρήσεις που θα έπρεπε να έχουν περιέλθει σε αφερεγγυότητα κατά τη διάρκεια του μορατόριουμ της πανδημίας, εκτιμά (στα Αγγλικά) η βοηθός οικονομολόγος της Capital Economics, Olivia Cross.
“Φυσικά, πολλά εξαρτώνται από τη συμπεριφορά των πιστωτών”, γράφει η Olivia Cross της Capital Economics. “Αν παρέχουν μεγαλύτερη διευκόλυνση, τότε η αύξηση του αριθμού των αφερεγγυοτήτων μπορεί να είναι μικρότερη. Ομοίως, αν η ύφεση είναι μικρότερη από ό,τι περιμένουμε ή/και τα επιτόκια μειωθούν νωρίτερα, τότε θα υπάρξουν λιγότερες αφερεγγυότητες”.
Οι πιο ευάλωτοι κλάδοι είναι τα τρόφιμα και τα καταλύματα, οι κατασκευές και άλλοι τομείς υπηρεσιών. Εν τω μεταξύ, οι τομείς των μεταφορών, των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και της γεωργίας είναι λιγότερο ευάλωτοι. Ο τομέας του λιανικού εμπορίου, ο οποίος έχει δει τη μεγαλύτερη απόλυτη αύξηση των αφερεγγυοτήτων μέχρι στιγμής από το τέταρτο τρίμηνο του 2019, βρίσκεται προς το μέσο του εύρους. Ωστόσο, η απότομη άνοδος του ενεργειακού κόστους σημαίνει ότι οι ενεργοβόρες μεταποιητικές επιχειρήσεις μπορεί επίσης να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, ενώ η ισχυρή αύξηση των μισθών θα ασκήσει πίεση στον τομέα των υπηρεσιών, καθώς η εργασία αποτελεί μεγάλο μέρος του συνολικού κόστους. Γενικότερα, η άνοδος των επιτοκίων θα αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των επιχειρήσεων και θα αυξήσει την πιθανότητα αφερεγγυότητας μεταξύ των επιχειρήσεων με υψηλό δανεισμό και με μικρά ταμειακά αποθέματα και λειτουργικά περιθώρια κέρδους.